"Κατηγορούμενος" είναι ο όρος που δίνεται σε ποινικές διαδικασίες σε κάποιον που ερευνάται ως ύποπτος για διάπραξη εγκλήματος.
Την ιδιότητα του κατηγορουμένου την αποκτά εκείνος εναντίον του οποίου ο εισαγγελέας άσκησε ρητά την ποινική δίωξη και εκείνος στον οποίο σε οποιοδήποτε στάδιο της ανάκρισης αποδίδεται η αξιόποινη πράξη. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, αυτός/αυτή όχι μόνο έχει ορισμένα δικαιώματα, αλλά δεσμεύεται επίσης από μια σειρά υποχρεώσεων. Αυτά τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις ισχύουν καθ ‘όλη τη διάρκεια της διαδικασίας.
Ο κατηγορούμενος ενημερώνεται αμέσως όσον αφορά τουλάχιστον στα ακόλουθα δικαιώματα: α) το δικαίωμα παράστασης με συνήγορο, β) το δικαίωμα και τις προϋποθέσεις παροχής δωρεάν νομικών συμβουλών, γ) το δικαίωμα ενημέρωσης σχετικά με την κατηγορία, δ) το δικαίωμα διερμηνείας και μετάφρασης και ε) το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης.
Στον κατηγορούμενο, ο οποίος συλλαμβάνεται ή κρατείται, παρέχεται αμέσως έγγραφο στο οποίο καταγράφονται τα δικαιώματά του και του επιτρέπεται να το διατηρεί στην κατοχή του καθ’ όλη τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας του.
H κλήτευση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και γενικά η επιμέλεια για την πραγματοποίηση των προπαρασκευαστικών ενεργειών ανήκει στον εισαγγελέα.
Ο κατηγορούμενος δικαιούται να είναι παρών κάθε φορά που διεξάγονται διαδικασίες που τον/την αφορούν ή να ακούγεται όποτε πρέπει να ληφθεί απόφαση που θα τον/την επηρεάσει, να ενημερωθεί, πριν από την κατάθεση, για τα πραγματικά περιστατικά που κατηγορείται ότι έχει διαπράξει, να αρνηθεί να απαντήσει σε ερωτήσεις σχετικά με αυτά τα γεγονότα, να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο υπεράσπισης, να υποβάλει αποδεικτικά στοιχεία και να ασκήσει έφεση κατά δυσμενών αποφάσεων.
Η Κλήση στο ακροατήριο
Η προθεσμία εμφάνισής του στο ακροατήριο ορίζεται σε δεκαπέντε ημέρες. Αν ο κατηγορούμενος διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστης διαμονής, η προθεσμία αυτή είναι τριάντα ημερών, αν η διαμονή του βρίσκεται σε χώρα της Ευρώπης ή της Μεσογείου και εξήντα ημερών σε κάθε άλλη περίπτωση. Αν ο κατηγρορούμενος διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστης διαμονής, η προθεσμία αυτή είναι τριάντα ημερών, αν η διαμονή του βρίσκεται σε χώρα της Ευρώπης ή της Μεσογείου και εξήντα ημερών σε κάθε άλλη περίπτωση.
Ωστόσο ο εισαγγελέας, που διατάσσει την επίδοση της κλήσης μπορεί, αν συντρέχουν κατά την κρίση του κίνδυνος παραγραφής ή εξαιρετικοί λόγοι, που μνημονεύονται στην παραγγελία προς επίδοση, να συντομεύσει την προθεσμία εμφάνισης του κατηγορουμένου στο ακροατήριο σε οκτώ κατ’ ανώτατο όριο ημέρες, εφόσον αυτός διαμένει στην ημεδαπή.
να εμφανίζεται ενώπιον του δικαστή, της Εισαγγελίας ή της αστυνομίας όποτε κληθεί να το πράξει, να συγκαταθέσει να εξεταστεί για αποδεικτικά στοιχεία και να μην μετακομίσει από το σπίτι του/της ή να απουσιάσει από αυτό για περισσότερο από 5 ημέρες χωρίς να ενημερώσει για τη νέα διεύθυνση ή τον τόπο όπου μπορεί να εντοπισθεί.
Στη δίκη, ο πρώτος που ερωτάται να δηλώσει την παρουσία του/της είναι ο/η κατηγορούμενος/η. Ο κατηγορούμενος δικαιούται να αρνηθεί να καταθέσει. Ωστόσο, τυχόν δηλώσεις που έγιναν σε προηγούμενα στάδια της υπόθεσης μπορούν να χρησιμοποιηθούν και να ληφθούν υπόψη από τον δικαστή. Εάν ο/η κατηγορούμενος/η επιθυμεί να καταθέσει, ο/η δικαστής ξεκινά ρωτώντας αν αυτά που αναγράφονται στο κατηγορητήριο είναι αληθή ή όχι, δηλαδή αν ο κατηγορούμενος ομολογεί ή όχι το έγκλημα. Στη συνέχεια, ο/η κατηγορούμενος/η έχει την ευκαιρία να δώσει την εκδοχή του/της για το τι συνέβη και ο/η δικαστής μπορεί να διακόψει για να κάνει κάποιες συγκεκριμένες ερωτήσεις. Στη συνέχεια, ο/η δικαστής ζητά από τον εισαγγελέα και τους δικηγόρους, διαδοχικά, να εξετάσουν ή να αντεξετάσουν τον/την κατηγορούμενο/η. Σε αντίθεση με τους μάρτυρες, ο/η κατηγορούμενος/η δεν ορκίζεται, δηλαδή δεν αναλαμβάνει να πει την αλήθεια.
Ο κατηγορούμενος μπορεί να απομακρυνθεί από την αίθουσα του δικαστηρίου ενώ καταθέτει οποιοσδήποτε μάρτυρας, ιδιαίτερα το θύμα. Αυτό συμβαίνει όταν το δικαστήριο πιστεύει ότι η παρουσία του κατηγορούμενου μπορεί να αποτρέψει το θύμα να πει την αλήθεια ή εάν είναι κάτω των 18 ετών και υπάρχουν εύλογες υποψίες ότι η κατάθεση παρουσία του κατηγορουμένου μπορεί να έχει σοβαρές αρνητικές συνέπειες.
Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί ή δεν εκπροσωπείται νομίμως από συνήγορο, δικάζεται σαν να ήταν παρών, εφόσον έχει νομίμως κλητευθεί και έχει ενημερωθεί ότι σε περίπτωση μη εμφάνισης ή μη εκπροσώπησής του θα δικαστεί ερήμην.