(άρθρο 69 Ν. 4478/2017)
Τα θύματα με ιδιαίτερες ανάγκες προστασίας κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας προστατεύονται με εξειδικευμένα μέτρα, κατάλληλο και εξειδικευμένο προσωπικό και συγκεκριμένους φορείς.
Το άρθρο 69 του Ν. 4478/2017 περιγράφει λεπτομερώς τους τρόπους προστασίας των ειδικών θυμάτων:
1. Τα θύματα με ιδιαίτερες ανάγκες προστασίας επωφελούνται ειδικών μέτρων, τα οποία αποφασίζονται μετά από τη διενέργεια ατομικής αξιολόγησης που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 68. Ειδικό μέτρο που αποφασίσθηκε μετά από ατομική αξιολόγηση δεν εφαρμόζεται, αν δυσχεραίνεται η πρόοδος της ποινικής διαδικασίας ή όταν υπάρχει επείγουσα ανάγκη εξέτασης του θύματος και η παράλειψη εξέτασής του θα μπορούσε να βλάψει το θύμα ή άλλο πρόσωπο ή να θίξει την πορεία της διαδικασίας.
2. Κατά τη διάρκεια της ποινικής έρευνας, τα θύματα με ιδιαίτερες ανάγκες προστασίας που αναγνωρίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 68 έχουν στη διάθεσή τους τα ακόλουθα μέτρα:
- α) το θύμα εξετάζεται σε χώρους που έχουν σχεδιασθεί ή προσαρμοσθεί για το σκοπό αυτόν,
- β) η εξέταση του θύματος διεξάγεται από ειδικά εκπαιδευμένους για το σκοπόν αυτό προανακριτικούς υπαλλήλους ή εισαγγελικούς και δικαστικούς λειτουργούς,
- γ) κάθε εξέταση του θύματος διεξάγεται από τα ίδια πρόσωπα, εκτός αν αυτό δυσχεραίνει την ορθή απονομή της δικαιοσύνης,
- δ) κάθε εξέταση θυμάτων σεξουαλικής βίας, βίας λόγω φύλου ή ενδοοικογενειακής βίας, εφόσον δεν διεξάγεται από εισαγγελέα ή δικαστή, διεξάγεται από πρόσωπο του ίδιου με το θύμα φύλου, εφόσον το επιθυμεί το θύμα, υπό την προϋπόθεση ότι δεν παρακωλύεται η πορεία της ποινικής διαδικασίας.
3. Κατά την εξέταση ως μάρτυρα του ανήλικου θύματος των πράξεων που αναφέρονται στα άρθρα 323Α παράγραφος 4, 323Β εδάφιο α΄, 324, 336, 337 παράγραφοι 3 και 4, 338, 339, 342, 343, 345, 346, 348, 348Α, 348Β, 348Γ, 349, 351, 351Α του Ποινικού Κώδικα, καθώς και στα άρθρα 29 παράγραφοι 5 και 6 και 30 του ν. 4251/2014 διορίζεται και παρίσταται, ως πραγματογνώμων, ειδικά εκπαιδευμένος παιδοψυχολόγος ή παιδοψυχίατρος και σε περίπτωση έλλειψής τους, ψυχολόγος ή ψυχίατρος, που υπηρετεί στα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων ή που περιλαμβάνεται στον πίνακα πραγματογνωμόνων, όπου αυτά δεν λειτουργούν, χωρίς να εφαρμόζονται κατά τα λοιπά οι διατάξεις των άρθρων 204 έως 208 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Η εξέταση ως μάρτυρα του ανήλικου θύματος διενεργείται υποχρεωτικά στα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων της Εφετειακής Περιφέρειας ή όπου αυτά δεν λειτουργούν, σε χώρους ειδικά σχεδιασμένους και προσαρμοσμένους για το σκοπό αυτόν, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση και με όσο το δυνατόν περιορισμένο αριθμό συνεντεύξεων.
Ο παιδοψυχολόγος ή ο παιδοψυχίατρος προετοιμάζει τον ανήλικο για την εξέταση, συνεργαζόμενος προς τούτο με τους προανακριτικούς υπαλλήλους και με τους δικαστικούς λειτουργούς. Για το σκοπό αυτόν χρησιμοποιεί κατάλληλες διαγνωστικές μεθόδους, αποφαίνεται για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του ανηλίκου και συντάσσει γραπτή έκθεση με τις διαπιστώσεις, που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δικογραφίας. Η εξέταση του ανηλίκου διενεργείται από τους προανακριτικούς υπαλλήλους και τους δικαστικούς λειτουργούς διά του παρισταμένου παιδοψυχολόγου ή παιδοψυχιάτρου. Κατά την εξέταση ο ανήλικος μπορεί να συνοδεύεται από τον νόμιμο εκπρόσωπό του, εκτός εάν ο ανακριτής απαγορεύσει την παρουσία του προσώπου αυτού με αιτιολογημένη απόφασή του για σπουδαίο λόγο, ιδίως, σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων ή ανάμειξης του προσώπου αυτού στην ερευνώμενη πράξη.
Η κατάθεση του ανηλίκου συντάσσεται εγγράφως και καταχωρίζεται και σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο. Η ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης του ανηλίκου αντικαθιστά τη φυσική παρουσία του στα επόμενα στάδια της διαδικασίας.
Η γραπτή κατάθεση του ανηλίκου αναγιγνώσκεται πάντοτε στο ακροατήριο. Αν ο ανήλικος κατά την ακροαματική διαδικασία έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος, μπορεί να παρίσταται αυτοπροσώπως.
4. Κατά την εξέταση ως μάρτυρα του θύματος των πράξεων που αναφέρονται στα άρθρα 323Α και 351 του Ποινικού Κώδικα, διορίζεται και παρίσταται, ως πραγματογνώμων, ψυχολόγος ή ψυχίατρος, χωρίς να εφαρμόζονται κατά τα λοιπά οι διατάξεις των άρθρων 204 έως 208 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Ο ψυχολόγος ή ο ψυχίατρος προετοιμάζει τον παθόντα για την εξέταση, συνεργαζόμενος προς τούτο με τους προανακριτικούς υπαλλήλους και με τους εισαγγελικούς και δικαστικούς λειτουργούς. Για το σκοπό αυτόν χρησιμοποιεί κατάλληλες διαγνωστικές μεθόδους, αποφαίνεται για την αντιληπτική ικανότητα και την ψυχική κατάσταση του παθόντος και συντάσσει γραπτή έκθεση με τις διαπιστώσεις του, που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της δικογραφίας. Κατά την εξέταση παρίσταται ο ψυχίατρος ή ο ψυχολόγος και ο παθών μπορεί να συνοδεύεται από τον νόμιμο εκπρόσωπό του, εκτός εάν ο ανακριτής απαγορεύσει την παρουσία του προσώπου αυτού με αιτιολογημένη απόφασή του για σπουδαίο λόγο, ιδίως σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων ή ανάμειξης του προσώπου αυτού στην ερευνώμενη πράξη.
Η κατάθεση του παθόντος συντάσσεται εγγράφως και καταχωρίζεται και σε ηλεκτρονικό οπτικοακουστικό μέσο. Η ηλεκτρονική προβολή της κατάθεσης του παθόντος αντικαθιστά τη φυσική παρουσία του στα επόμενα στάδια της διαδικασίας.
5. Αν το θύμα είναι κωφός ή άλαλος, η εξέτασή του γίνεται ως εξής: όλες οι ερωτήσεις και οι τυχόν παρατηρήσεις δίνονται στον κωφό, αφού καταγραφούν από τον γραμματέα της ανάκρισης ή του δικαστηρίου, ενώ οι απαντήσεις δίνονται από αυτόν γραπτώς ή στη νοηματική γλώσσα. Στον άλαλο οι ερωτήσεις και οι παρατηρήσεις δίνονται προφορικά και αυτός απαντά γραπτώς ή στη νοηματική γλώσσα. Στο ακροατήριο οι γραπτές απαντήσεις που δόθηκαν από τον κωφό ή άλαλο, αφού μονογραφηθούν από τον πρόεδρο και τον γραμματέα, καταγράφονται στα πρακτικά και συνοδεύουν τη δικογραφία.
Αν ο κωφός ή ο άλαλος δεν ξέρει να διαβάζει ή να γράφει, όποιος διεξάγει την ανάκριση ή διευθύνει τη συζήτηση διορίζει έναν ή δύο διερμηνείς, που, αν είναι δυνατό, εκλέγονται κατά προτίμηση μεταξύ των προσώπων που συνήθισαν να συνεννοούνται με τον κωφό ή άλαλο. Κατά τα άλλα τηρούνται αν είναι δυνατό οι διατάξεις που αναφέρονται στους διερμηνείς.
6. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, τα θύματα με ιδιαίτερες ανάγκες προστασίας που αναγνωρίζονται σύμφωνα με το άρθρο 68 παράγραφος 1 του παρόντος, έχουν στη διάθεσή τους τα ακόλουθα μέτρα:
- α) Κατάθεση του θύματος που δόθηκε κατά την παράγραφο 4 του παρόντος, η οποία έχει συνταχθεί εγγράφως ή με τη χρήση ηλεκτρονικού οπτικοακουστικού μέσου, αναγιγνώσκεται πάντοτε στο ακροατήριο. Ο εισαγγελέας ή οι διάδικοι μπορούν να ζητήσουν από τον πρόεδρο του δικαστηρίου την εξέτασή του, αν δεν έχει εξετασθεί στην προδικασία ή πρέπει να εξετασθεί συμπληρωματικά. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, η εξέταση του παθόντος γίνεται με βάση ερωτήσεις που έχουν τεθεί σαφώς, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, στον τόπο όπου αυτός βρίσκεται από ανακριτικό υπάλληλο που τον διορίζει ο δικαστής που διέταξε την εξέταση ή σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο με τη χρήση ηλεκτρονικού οπτικοακουστικού μέσου, η οποία αντικαθιστά τη φυσική παρουσία του στο ακροατήριο, ώστε να αποφεύγεται κάθε οπτική επαφή μεταξύ αυτού και του δράστη. Οι υποπαράγραφοι 1 και 2 της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις αυτές.
- β) Η γραπτή κατάθεση του ανηλίκου θύματος που δόθηκε κατά την παράγραφο 3 του παρόντος, η οποία έχει συνταχθεί εγγράφως ή με τη χρήση ηλεκτρονικού οπτικοακουστικού μέσου, αναγιγνώσκεται πάντοτε στο ακροατήριο. Αν ο ανήλικος κατά την ακροαματική διαδικασία έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο έτος, μπορεί να παρίσταται αυτοπροσώπως, εφόσον κρίνεται απολύτως αναγκαίο. Ο εισαγγελέας ή οι διάδικοι μπορούν να ζητήσουν από τον πρόεδρο του δικαστηρίου την εξέταση του ανηλίκου, αν δεν έχει εξετασθεί στην ανάκριση ή πρέπει να εξετασθεί συμπληρωματικά. Αν η αίτηση γίνει δεκτή, η εξέταση του ανηλίκου γίνεται με βάση ερωτήσεις που έχουν τεθεί σαφώς, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, στον τόπο όπου αυτό βρίσκεται, από ανακριτικό υπάλληλο που τον διορίζει ο δικαστής που διέταξε την εξέταση. Οι υποπαράγραφοι 1 και 2 της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και στις περιπτώσεις αυτές.
- γ) Κατά την εξέταση αποφεύγονται ερωτήσεις σχετικά με την ιδιωτική ζωή του θύματος που δεν έχουν σχέση με την αξιόποινη πράξη.
7. Όταν το θύμα είναι ανήλικο και οι δικαιούχοι της γονικής μέριμνας αυτού αποκλείονται από την εκπροσώπησή του, λόγω σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ αυτών και του ανηλίκου ή στην περίπτωση που το ανήλικο θύμα είναι ασυνόδευτο ή ζει χωριστά από την οικογένειά του, η αρμόδια εισαγγελική ή δικαστική αρχή, ανάλογα με το στάδιο της ποινικής διαδικασίας, όπου εκκρεμεί η υπόθεση, διορίζει ως ειδικό εκπρόσωπο του ανήλικου θύματος έναν Επιμελητή Ανηλίκων. Όταν το ανήλικο θύμα δικαιούται συνήγορο, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3226/2004, δικαιούται να έχει νομικές συμβουλές και νομικό εκπρόσωπο, ο οποίος ενεργεί εξ ονόματός του, σε διαδικασίες όπου υπάρχει ή θα μπορούσε να υπάρξει σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ του ανήλικου θύματος και των δικαιούχων της γονικής μέριμνας.
8. Όταν είναι αβέβαιο αν η ηλικία του θύματος είναι κάτω ή άνω των δεκαοκτώ ετών, τεκμαίρεται ότι το θύμα είναι ανήλικο για τους σκοπούς του παρόντος νόμου.