ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΤΙΣ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ: Θέσεις και ρόλοι

Αρκετές δημόσιες Αρχές και άλλοι συμμετέχοντες εκτελούν διαφορετικά καθήκοντα καθ ‘όλη τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας. Ας τους γνωρίσουμε λίγο καλύτερα.

ΘΥΜΑ

Ποιός μπορεί να είναι θύμα εγκλήματος; Ο καθένας μπορεί να γίνει θύμα εγκλήματος. Μη νομίζετε ότι συμβαίνει μόνο σε άλλους. Θύμα εγκλήματος είναι κάποιος/α που, ως αποτέλεσμα παραβίασης του ποινικού δικαίου, έχει υποστεί επίθεση κατά της ζωής του ή της σωματικής ή ψυχικής ακεραιότητάς του, ή συναισθηματική δυσφορία ή υλική απώλεια. Οι στενοί συγγενείς ή τα πρόσωπα τα οποία είναι άμεσα εξαρτώμενα από το θύμα θεωρούνται επίσης θύματα, όπως και εκείνοι που υπέστησαν κάθε είδους ζημία ως αποτέλεσμα της προσπάθειας να βοηθήσουν το θύμα ή να σταματήσουν το έγκλημα εναντίον του/της. Σύμφωνα με το ν. 4478/2017 (άρθρο 55) ως θύμα νοείται: αα) το φυσικό πρόσωπο, το οποίο υπέστη ζημία, συμπεριλαμβανομένης της βλάβης του σώματος ή της υγείας ή της τιμής ή της ηθικής βλάβης ή της οικονομικής ζημίας, ή της στέρησης της ελευθερίας του, η οποία προκλήθηκε αμέσως από αξιόποινη πράξη, ββ) οι οικείοι, προσώπου, ο θάνατος του οποίου προκλήθηκε αμέσως από αξιόποινη πράξη και οι οποίοι έχουν αξίωση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης, σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα ή τελούσαν σε άμεση υλική αλληλεξάρτηση με αυτό. β) Ως ‘οικείοι’ νοούνται οι σύζυγοι, το πρόσωπο που συνοικεί με το θύμα σε στενή σταθερή και συνεχή σχέση ετερόφυλης ή ομόφυλης δέσμευσης, οι μνηστευμένοι, οι συγγενείς εξ αίματος και εξ αγχιστείας σε ευθεία γραμμή, οι θετοί γονείς και τα θετά τέκνα, οι αδελφοί και οι σύζυγοι και οι μνηστήρες των αδελφών και τα εξαρτώμενα από το θύμα πρόσωπα, πέραν των συντηρούμενων τέκνων του. Άρα, με λίγα λόγια θεωρείστε θύμα εγκλήματος, αν έχετε υποστεί ζημία ή βλάβη σύμφωνα με το εθνικό μας δίκαιο. Εάν ήσασταν ή είστε θύμα εγκλήματος, θα πρέπει να το αναφέρετε στις αρμόδιες Αρχές. Μάθετε περισσότερα εδώ Τα θύματα έχουν δικαιώματα από την πρώτη επαφή τους με την Αστυνομία ή άλλη αρμόδια Αρχή, κατά την ποινική διαδικασία και μετά το πέρας αυτής. Η αναγνώριση των δικαιωμάτων των θυμάτων γίνεται χωρίς διακρίσεις και αφορά στα εγκλήματα που μπορούν να διωχθούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ανεξαρτήτως του τόπου διαμονής ή της ιθαγένειας του θύματος. Επιπλέον, τα θύματα έχουν το δικαίωμα να προστατεύονται καθ’ όλη τη διάρκεια της ποινικής έρευνας και της διαδικασίας. Για το λόγο αυτό, ο νόμος παρέχει γενική και ειδική προστασία των θυμάτων. Τα συγκεκριμένα δικαιώματα αφορούν την αποφυγή επαφής με το δράστη, την προστασία των θυμάτων κατά την ποινική έρευνα, το δικαίωμα προστασίας της ιδιωτικής ζωής, καθώς και την ατομική αξιολόγηση των θυμάτων για να προσδιορισθεί εάν συντρέχουν λόγοι για ειδικές ανάγκες προστασίας. Ποιος ο ρόλος του θύματος στις ποινικές διαδικασίες; Στην Ελλάδα όλα τα θύματα έχουν δικαίωμα συμμετοχής στην ποινική διαδικασία, είτε βάσει της υποχρέωσης συμμετοχής ως μάρτυρες μετά την αναφορά αδικήματος στην Αστυνομία ή στην Εισαγγελία Πρωτοδικών, είτε ως διάδικοι σε περίπτωση που το επιθυμούν να παρασταθούν προς υποστήριξη της κατηγορίας. Το θύμα ενός εγκλήματος έχει πολλά δικαιώματα και είναι σημαντικό να τα γνωρίζουμε. Δείτε τα δικαιώματά σας εδώ Τα δικαιώματα των θυμάτων εγκληματικότητας αποτελούν προτεραιότητα για την ΕΕ. Διαβάστε εδώ πληροφορίες για την Ευρωπαϊκή Στρατηγική για τα δικαιώματα των θυμάτων. Όλα τα θύματα υποχρεούνται να συμμετέχουν ως μάρτυρες. Σε περίπτωση που ο μάρτυρας που έχει καταθέσει έγκληση (μήνυση), αρνείται να συμμετάσχει ή δεν εμφανιστεί στο δικαστήριο για να καταθέσει, δύναται να λάβει την ποινή της λιπομαρτυρίας. Ο ρόλος των θυμάτων γίνεται πιο ενεργός όταν το θύμα επιλέξει να συμμετάσχει στην ποινική διαδικασία ως παριστάμενος για την υποστήριξη της κατηγορίας, αφού θα μπορεί να εκπροσωπείται από δικηγόρο, να έχει πρόσβαση στη δικογραφία, θα δικαιούται να ορίσει πραγματογνώμονα και να ζητήσει αποζημίωση.

Ανοιξε

ΔΙΚΑΣΤΗΣ

Ο/η δικαστής είναι μέλος της δικαστικής εξουσίας και ασκεί τα καθήκοντά του/της ανεξάρτητα, αποφασίζοντας μόνο σύμφωνα με το Ελληνικό Σύνταγμα και το νόμο. Η επιθεώρηση των τακτικών δικαστών ενεργείται από δικαστές ανώτερου βαθμού καθώς και από τον Εισαγγελέα και τους Αντεισαγγελείς του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τους ορισμούς του νόμου. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης είναι αρμόδιο για την υπηρεσιακή κατάσταση των δικαστικών λειτουργών.  Τα Ποινικά Δικαστήρια δικάζουν εγκλήματα (ποινικά αδικήματα) και επιβάλλουν ποινές στους δράστες βάσει των προβλεπόμενων από το νόμο ποινών. Κατά το Σύνταγμα, άρθρο 96 παράγραφος 1:  Στα τακτικά ποινικά δικαστήρια ανήκει η τιμωρία των εγκλημάτων και η λήψη όλων των μέτρων που προβλέπουν οι ποινικοί νόμοι. Στην Ελλάδα τα ποινικά δικαστήρια είναι: o Άρειος Πάγος, τα Εφετεία, τα Πλημμελειοδικεία, τα Δικαστήρια Ανηλίκων και τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια  Κύριο υποκείμενο της ποινικής δίκης είναι ο ποινικός δικαστής. Είναι επιφορτισμένος με την ορθή εφαρμογή της ποινικής νομοθεσίας ώστε να εκδώσει μία απόφαση για την ενοχή ορισμένου προσώπου για ορισμένο έγκλημα και για την επιβολή της νόμιμα προβλεπόμενης ποινής εναντίον του. Κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας μπορεί να εμπλέκονται διάφοροι δικαστές: Πρωτοδίκες, Εφέτες και Αρεοπαγίτες Σε κάθε πλημμελειοδικείο ένας ή περισσότεροι πρωτοδίκες ορίζονται ως ανακριτές. Η λειτουργική αρμοδιότητα του ανακριτή συνιστάται στη διενέργεια της κύριας ανάκρισης μετά από παραγγελία του εισαγγελέα. Ο ανακριτής είναι λειτουργικά αρμόδιος για τη διενέργεια όλων των ανακριτικών πράξεων που θεωρεί κατά την κρίση του ως αναγκαίες για να βεβαιωθεί η τέλεση του εγκλήματος καθώς και για την επιβολή προσωρινής κράτησης ή των περιοριστικών όρων ή την επιβολή ή του κατ οικον περιορισμού με ηλεκτρονική επιτήρηση.  Κατά τη διάρκεια της έρευνας, στα στάδια της προανάκρισης και της κύριας ανάκρισης, ο Δικαστής ενδέχεται να εγκρίνει μέτρα με σκοπό να διασφαλίσει ότι πράξεις όπως η επιβολή περιοριστικών όρων, η διενέργεια παραγματογνωμοσύνης, τυχόν έρευνες σε χώρους κατοικιών, δεν παραβιάζουν θεμελιώδη δικαιώματα ή ότι και αν το κάνουν, η έρευνα το δικαιολογεί και περιορίζονται στο απολύτως απαραίτητο.  Οι ανακριτικοί υπάλληλοι είναι επίσης δικαστές οι οποίοι υπό τις οδηγίες του αρμόδιου εισαγγελέα συμβάλλουν στη συγκέντρωση του αποδεικτικού υλικού κατά την προδικασία, γιατί οφείλουν να ενεργούν κάθε ανακριτική πράξη που είναι απαραίτητη κατά την κρίση τους για τη διαλεύκανση της υπόθεσης.  Στο στάδιο της δίκης ο/η δικαστής έχει τα εξής καθήκοντα: να προεδρεύει της δίκης. Ο/η δικαστής είναι υπεύθυνος για τη διαχείριση της υπόθεσης, διασφαλίζοντας ότι όλα κυλούν ομαλά και πειθαρχημένα, ότι τα αποδεικτικά στοιχεία παρέχονται και οι συμμετέχοντες στη διαδικασία έχουν την ευκαιρία να τα εξετάσουν και να κάνουν ερωτήσεις. να αποφασίσει βάσει των αποδεικτικών στοιχείων εάν ο κατηγρορούμενος πρέπει να καταδικαστεί (ποια ποινή πρέπει να επιβληθεί) ή εάν πρέπει να αθωωθεί ή να παύσει οριστικά η ποινική δίωξη όταν έχει γίνει παραίτηση από το δικαίωμα της έγκλησης. Μετά το πέρας της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο οι δικαστές αποσύρονται για μυστική διάσκεψη προκειμένου να εκδώσουν την οριστική απόφαση. Οι δικαστές, αφού συζητήσουν την υπόθεση προχωρούν σε ψηφοφορία. Σε περίπτωση ισοψηφίας επικρατεί η ευμενέστερη για τον κατηγορούμενο άποψη. Η γνώμη της μειοψηφίας δημοσιεύεται υποχρεωτικά.  εάν υπάρχει αξίωση αποζημίωσης, ο δικαστής πρέπει επίσης να αποφασίσει για αυτήν την αξίωση. Ο δικαστής είναι υπεύθυνος για τη σύνταξη της απόφασης, την ανάγνωση δυνατά στην αίθουσα του δικαστηρίου σε προγραμματισμένη ημερομηνία και την επεξήγησή της στους συμμετέχοντες στη διαδικασία, ιδιαίτερα στον κατηγορούμενο και στο θύμα, εάν είναι παρών.  Τα πλημμελήματα που τιμωρούνται από το νόμο με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών δικάζονται από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο, που αποτελείται από έναν ή μία Πρωτοδίκη. Τα υπόλοιπα πλημμελήματα δικάζονται από το τριμελές Πλημμελειοδικείο, που αποτελείται από έναν ή μία Πρόεδρο Πρωτοδικών και δύο Πρωτοδίκες.  Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο (ΜΟΔ) αποτελείται από έναν ή μία Πρόεδρο Πρωτοδικών ως πρόεδρο, δύο Πρωτοδίκες και τέσσερις ενόρκους ως μέλη. Κατ΄ έφεση (σε δεύτερο βαθμό) τα κακουργήματα που υπάγονται στο ΜΟΔ δικάζονται από το Μικτό Ορκωτό Εφετείο, που αποτελείται από έναν Πρόεδρο Εφετών, δύο Εφέτες και τέσσερις ενόρκους. Τα κακουργήματα που δικάζονται στο Τριμελές Εφετείο δικάζονται κατ έφεση από το Πεντεμελές Εφετείο αποτελούμενο από έναν ή μία Πρόεδρο Εφετών ως πρόεδρο και τέσσερις Εφέτες ως μέλη. Ο Δικαστής κατέχει πτυχίο νομικής και έχει ολοκληρώσει ειδικό πρόγραμμα φοίτησης στην Εθνική Σχολή Δικαστών. Εάν πιστεύετε ότι ένα Δικαστής δεν σεβάστηκε τα δικαιώματά σας, θα πρέπει να το αναφέρετε στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. 

Ανοιξε

ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ

Η Εισαγγελία  είναι η αρμόδια υπηρεσία, που ασκεί την ποινική δίωξη αυτεπάγγελτα ή κατ’ έγκληση. Την ποινική δίωξη την ασκεί στο όνομα της Πολιτείας ο εισαγγελέας των πλημμελειοδικών. Η ολομέλεια του Εφετείου σε συμβούλιο, έχει το δικαίωμα να παραγγέλλει στον εισαγγελέα εφετών να κινήσει την ποινική δίωξη για εγκλήματα εξαιρετικής σημασίας. Αν η ποινική δίωξη έχει ήδη ασκηθεί από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών, η ολομέλεια έχει το δικαίωμα να διατάξει να υποβληθούν τα έγγραφα στον εισαγγελέα εφετών.  Σύμφωνα με το Σύνταγμα, ο εισαγγελέας απολαύει λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας από κάθε άλλη αρχή, καθώς και από τα δικαστήρια όπου υπηρετεί. Πρωταρχικός σκοπός στην άσκηση των καθηκόντων του/της εισαγγελέα αποτελεί η διαλεύκανση της υπόθεσης. Ο εισαγγελέας προΐσταται των διωκτικών Αρχών και εποπτεύει τους δικαστικούς υπαλλήλους, ενώ ασκεί την ποινική δίωξη είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατ’ έγκληση (κατόπιν μηνύσεως ή εγκλήσεως). Ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών μπορεί να ενεργεί προκαταρκτική εξέταση για να κρίνει αν πρέπει να ασκήσει ποινική δίωξη. Μπορεί ακόμα να παρευρίσκεται ο ίδιος ή ένας από τους αντεισαγγελείς που υπάγονται σε αυτόν κατά την ενέργεια κάθε ανακριτικής πράξης και να ενημερώνεται οποτεδήποτε ως προς τα έγγραφα που αφορούν την ανάκριση. Καμιά απόφαση ή ποινική διαταγή ποινικού δικαστηρίου σε δημόσια συνεδρίαση ή σε συμβούλιο και καμιά διάταξη ανακριτή δεν έχουν κύρος, αν δεν ακουστεί προηγουμένως ο εισαγγελέας. Ο εισαγγελέας δύναται να εκδίδει εισαγγελική παραγγελία προς τις αρχές, που θα τις υποχρεώνει να προβούν σε ορισμένη πράξη, εφόσον έχει λάβει ενημέρωση για τη διάπραξη ποινικού αδικήματος. Η ανώτατη εποπτεία του ανακριτικού έργου ανήκει στον εισαγγελέα εφετών, που έχει επιπλέον το δικαίωμα να ενεργεί, προκαταρκτική εξέταση για κάθε έγκλημα που γίνεται στην περιφέρειά του, εφόσον δεν έχει διαταχθεί προηγουμένως προκαταρκτική εξέταση από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών. Επίσης, έχει το δικαίωμα να διενεργεί ο/η ίδιος/α κάθε προανακριτική πράξη, όπως π.χ. τη λήψη μαρτυρικών καταθέσεων, τη διενέργεια αυτοψίας, τη σύνταξη εγγράφων κλπ. Ο εισαγγελέας εφετών, μετά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης που ενήργησε, είτε αρχειοθετεί την υπόθεση, εφόσον στο μεταξύ ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών δεν έχει κινήσει την ποινική δίωξη για την ίδια πράξη, είτε παραγγέλλει να κινηθεί η ποινική δίωξη. Το ίδιο δικαίωμα, χωρίς τους περιορισμούς των προηγούμενων εδαφίων, έχει και ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Στο τέλος της έρευνας ο αρμόδιος για την υπόθεση αστυνομικός προωθεί όλα τα στοιχεία που συλλέχθηκαν στον αρμόδιο εισαγγελέα. Ο εισαγγελέας εξετάζει το έργο που επιτελέστηκε ως εκείνη τη στιγμή και διαβιβάζει την υπόθεση στο δικαστήριο μαζί με την πρότασή του/της για το πώς πρέπει να προχωρήσει η διαδικασία. Μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης, και εάν κατά την ποινική προδικασία αποδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος δεν τέλεσε την πράξη για την οποία κατηγορείται, ο εισαγγελέας δύναται να υποβάλει σχετική πρόταση απαλλαγής του κατηγορουμένου στο Δικαστικό Συμβούλιο. Ο εισαγγελέας μετέχει στη σύνθεση του δικαστηρίου, αγορεύει κατά τη διεξαγωγή της δίκης, χωρίς όμως να δικαιούται να συμμετέχει στη σύσκεψη για την έκδοση της απόφασης, αν και μεριμνά για την εκτέλεσή της. Καμία απόφαση ποινικού δικαστηρίου που λαμβάνεται σε δημόσια συνεδρίαση ή συμβούλιο δεν μπορεί να είναι έγκυρη αν προηγουμένως δεν έχει εκφέρει γνώμη ο εισαγγελέας. Γι’ αυτό και αν κατά τη διάρκεια της δίκης πειστεί ο εισαγγελέας ότι ο κατηγορούμενος είναι αθώος, οφείλει να ζητήσει από το δικαστήριο την αθώωσή του. Ο εισαγγελέας μπορεί να ασκεί έφεση και αναίρεση κατά των αποφάσεων των ποινικών δικαστηρίων. Ο εισαγγελέας εφετών και ο εισαγγελέας πλημμελειοδικών,  μπορούν να τα ασκήσουν ένδικα μέσα, οποιαδήποτε γνώμη ή πρόταση και αν είχαν διατυπώσει κατά τη συζήτηση ύστερα από την οποία εκδόθηκε η απόφαση ή το βούλευμα που προσβάλλεται, είτε οι ίδιοι είτε κατώτερος εκπρόσωπος της εισαγγελικής αρχής. Στις περιπτώσεις που θύμα προχωρήσει απευθείας σε αναφορά εγκλήματος στην Εισαγγελία, ο εισαγγελέας πρέπει να παρέχει πληροφορίες στο θύμα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 57 του ν. 4478/2017. Εάν πιστεύετε ότι ο/η εισαγγελέας δεν σεβάστηκε τα δικαιώματά σας, μπορείτε να το αναφέρετε σε ανώτερο εισαγγελέα ή στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου.

Ανοιξε

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ

Οι αστυνομικές δυνάμεις διαδραματίζουν βασικό ρόλο στη διασφάλιση της ομαλής διεξαγωγής των ποινικών διαδικασιών και αυτό περιλαμβάνει στενή συνεργασία με τους δικαστές και την Εισαγγελία. Πρώτον, όταν η αστυνομία λάβει γνώση ότι ένα έγκλημα διαπράχθηκε μετά από υποβολή καταγγελίας ή αναφοράς ή σε περίπτωση που αστυνομικός ήταν μάρτυρας ενός εγκλήματος, η αστυνομία έχει καθήκον να ενημερώσει χωρίς χρονοτριβή στον αρμόδιο εισαγγελέα ο,τιδήποτε πληροφορούνται με κάθε τρόπο για αξιόποινη πράξη που διώκεται αυτεπαγγέλτως ώστε να μπορεί να κινήσει ποινικές διαδικασίες. Η ανακοίνωση γίνεται γραπτώς και πρέπει να περιέχει όλα τα στοιχεία που υπάρχουν και αφορούν την αξιόποινη πράξη, τους δράστες και τις αποδείξεις. Ωστόσο, εάν υπάρχει κίνδυνος να χαθούν ή να καταστραφούν σχετικά αποδεικτικά στοιχεία, τότε πριν ενημερώσει την Εισαγγελία, η αστυνομία πρέπει να προβεί επειγόντως σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες για να αποτρέψει να συμβεί κάτι τέτοιο – για παράδειγμα, να κατάσχει αμέσως το όχημα στο οποίο έγινε φόνος και τον οποίο ο ύποπτος μπορεί να θέλει να κρύψει ή να καταστρέψει για να αποκρύψει οποιαδήποτε στοιχεία. Εναπόκειται στην αστυνομία να συνεχίσει την έρευνα υπό την καθοδήγηση της Εισαγγελίας. Είναι η αστυνομία που θα συγκεντρώσει αποδεικτικά στοιχεία, εξετάζοντας τον τόπο του εγκλήματος, διενεργώντας συνέντευξη με το θύμα, τον κατηγορούμενο και τους μάρτυρες, συγκεντρώνοντας έγγραφα, ζητώντας τη συνεργασία εμπειρογνωμόνων, πραγματοποιώντας έρευνες κ.λπ. Ο Εισαγγελέας μπορεί φυσικά να λάμβάνει μέρος σε οποιοδήποτε από αυτά. Πράγματι, ορισμένα από αυτά τα μέτρα πρέπει πράγματι να εγκριθούν ή ακόμη και να διεξαχθούν από τον Εισαγγελέα ή τον δικαστή. Συνήθως όμως η αστυνομία είναι αυτή που συγκεντρώνει τα στοιχεία. Η Εισαγγελία μπορεί ανά πάσα στιγμή να ζητήσει τη δικογραφία για να εκτιμήσει την πρόοδο της έρευνας. Κατά τη διάρκεια της έρευνας, εάν το θύμα επιθυμεί να παράσχει περισσότερες πληροφορίες ή να μάθει για την υπόθεση, θα πρέπει να επικοινωνήσει με τον αστυνομικό που είναι υπεύθυνος για την έρευνα της υπόθεσης. Εάν το θύμα έχει απειληθεί ή εκφοβιστεί ή φοβάται για την ασφάλειά του, θα πρέπει να το αναφέρει στις αστυνομικές αρχές. Όταν ολοκληρωθεί η έρευνα, η αστυνομία στέλνει τον φάκελο της υπόθεσης στον εισαγγελέα ώστε να αναλύσει τα συγκεντρωμένα στοιχεία. Εάν η υπόθεση προχωρήσει σε δίκη, είναι φυσιολογικό οι αστυνομικοί που διεξήγαγαν την έρευνα να κληθούν ως μάρτυρες. Θα ερωτηθούν για τις ενέργειες και διαδικασίες που ακολούθησαν κατά τη διάρκεια της έρευνας, τα γεγονότα που έλαβαν γνώση και τα στοιχεία που συνέλεξαν. Στις περισσότερες περιπτώσεις φυσικά οι αστυνομικοί δεν είδαν το έγκλημα αλλά γνωρίζουν πολλά για αυτό, και αυτές οι πληροφορίες μπορούν να βοηθήσουν το δικαστήριο να ανακαλύψει την αλήθεια. Λάβετε υπόψη ότι οι αστυνομικοί δεν μπορούν να πουν στο δικαστήριο τι είπε ο κατηγορούμενος, το θύμα ή οι μάρτυρες όταν ανακρίθηκαν κατά το στάδιο της έρευνας. Υπηρεσίες Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας της Ελληνικής Αστυνομίας Μία νέα διαχείριση στο ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας με τα δικαιώματα των θυμάτων στο επίκεντρο εγκαινίασε το Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. Το ζήτημα της ενδοοικογενειακής βίας, ένα έγκλημα που αγγίζει την καθημερινότητα των πολιτών και κυρίως των ευάλωτων ανθρώπων, είναι στο επίκεντρο της νέας στρατηγικής πρόληψης της βίας που υλοποιεί πλέον το Υπουργείο και η Ελληνική Αστυνομία. Με τη ρύθμιση αυτή οι υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας τυγχάνουν εξειδικευμένης υποστήριξης από προσωπικό το οποίο είναι κατάλληλα εκπαιδευμένο για τη διαχείριση αυτών των περιστατικών σε επίπεδο Νομού και Περιφέρειας. Οι Υπηρεσίες Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας της Ελληνικής Αστυνομίας λειτουργούν σε όλη την επικράτεια. Η Ελληνική Αστυνομία διαχειρίζεται κάθε περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας και ενημερώνει τις αρμόδιες δικαστικές αρχές, ενώ παράλληλα, παρέχει κατευθύνσεις και πληροφορίες στα θύματα, για την αναζήτηση δομών στέγασης, ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, ψυχοκοινωνικής και νομικής υποστήριξης. Η λειτουργία των Υπηρεσιών Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας έχει ως στόχο: Την προστασία και την υποστήριξη των θυμάτων, με έμφαση και στην πρόληψη της δευτερογενούς θυματοποίησης. Την ενθάρρυνση και την καλύτερη διαχείριση των καταγγελιών. Την πρόληψη και την αντιμετώπιση των εγκλημάτων ενδοοικογενειακής βίας. Το συντονισμό όλων των εμπλεκομένων υπηρεσιών και τη συστηματική παρακολούθηση των υποθέσεων. Την εκπαίδευση και την διαρκή επιμόρφωση του προσωπικού της Ελληνικής Αστυνομίας.. Την ευαισθητοποίηση των πολιτών. Η νέα επιχειρησιακή δομή έχει χαρακτήρα συντονιστικό και υποστηρικτικό των αστυνομικών Υπηρεσιών που δέχονται και διαχειρίζονται τις καταγγελίες για περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας. Περιλαμβάνει 73 Υπηρεσίες και έχει την παρακάτω μορφή: - Το επιτελικό Τμήμα Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας της Διεύθυνσης Γενικής Αστυνόμευσης του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας - Τα Γραφεία Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας στις έδρες των Γενικών Αστυνομικών Διευθύνσεων στις δεκατέσσερις Περιφέρειες της χώρας και στις Διευθύνσεις Αστυνομίας κάθε Νομού Πηγές: ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, 4 Νοεμβρίου 2019 ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, 15 Ιουλίου 2021 Εάν νομίζετε ότι ένα μέλος οποιασδήποτε αστυνομικής δύναμης δεν σεβάστηκε τα δικαιώματά σας, θα πρέπει να το αναφέρετε στον διοικητή, επιθεωρητή ή αξιωματικό του τμήματος όπου συνέβη το περιστατικό. Μπορείτε επίσης να ενημερώσετε την εκάστοτε Αστυνομική Διεύθυνση ή το Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας, ή και τον Συνήγορο του Πολίτη. Σε περίπτωση διάπραξης ή συμμετοχής σε εγκλήματα αστυνομικών όλων των βαθμών, συνοριακών φυλάκων και ειδικών φρουρών, θα πρέπει να το καταγγείλετε στην Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων της Ελληνικής Αστυνομίας.

Ανοιξε

ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ

Ο δικαστικός υπάλληλος εργάζεται στα διοικητικά γραφεία των δικαστηρίων και στα γραφεία της Εισαγγελίας. Αυτοί οι λειτουργοί είναι υπεύθυνοι για την εκτέλεση των εντολών του δικαστή και της Εισαγγελίας και για τη διενέργεια, με δική τους πρωτοβουλία, ορισμένων διοικητικών ενεργειών που απαιτούνται για την ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας. Ο δικαστικός υπάλληλος είναι υπεύθυνος, μεταξύ άλλων καθηκόντων, για: λήψη των εγγράφων, αιτήσεων και άλλων σχετικών εγγράφων, προσθήκη τους στον φάκελο της υπόθεσης και ενημέρωση του δικαστή και του εισαγγελέα σχετικά με αυτά. κοινοποίηση, συνήθως με επιστολή, στους συμμετέχοντες στη διαδικασία των αποφάσεων που έλαβε ο δικαστής ή ο εισαγγελέας, όπως το επίσημο φύλλο κατηγορίας, η ημερομηνία και ο τόπος της δίκης και τα έξοδα κ.λπ. τη σύνταξη των πρακτικών, δηλαδή την περιγραφή του τι συμβαίνει κατά τη διάρκεια των διαφόρων τμημάτων της διαδικασίας. πριν από οποιαδήποτε ακρόαση, να καλέσετε τα ονόματα των ατόμων που κλήθηκαν και ειδοποιήθηκαν και να ενημερώσετε τον δικαστή ή τον εισαγγελέα για το ποιος είναι παρών και ποιος απουσιάζει. συγγραφή επιστολών επιβεβαίωσης της παρουσίας στο δικαστήριο που ζητήθηκαν από τους συμμετέχοντες σε οποιαδήποτε διαδικασία για να δικαιολογήσουν την απουσία τους από την εργασία. στις δημόσιες συνεδριάσεις των δικαστηρίων παρευρίσκεται πάντοτε ένας δικαστικός γραμματέας, ο οποίος συντάσσει τα πρακτικά με ευθύνη δική του και του δικαστή που διευθύνει τη συνεδρίαση. Οι δικαστικοί υπάλληλοι που εργάζονται στα γραφεία της Εισαγγελίας μπορούν επίσης να λαμβάνουν τις καταθέσεις του θύματος, του κατηγορουμένου και των μαρτύρων. Εάν το θύμα επιθυμεί να θέσει ερωτήσεις σχετικά με τις πρακτικές πτυχές της λειτουργίας του δικαστηρίου, τότε μπορεί να ρωτήσει τον δικαστικό λειτουργό, ο οποίος πρέπει να απαντήσει χρησιμοποιώντας σαφή και απλή γλώσσα, ώστε το θύμα να κατανοήσει τις πληροφορίες.

Ανοιξε

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΘΥΜΑΤΟΣ

Ο δικηγόρος του θύματος έχει το καθήκον να βοηθήσει το θύμα καθ ‘όλη τη διάρκεια της νομικής διαδικασίας: εξηγεί πώς προχωρά η διαδικασία, παρέχει συμβουλές και πληροφορίες σχετικά με τα δικαιώματα του θύματος και βοηθά το θύμα να ασκήσει αυτά τα δικαιώματα και να προστατεύσει τα συμφέροντά του. Ο ρόλος που μπορεί να αναλάβει ο δικηγόρος του θύματος στη διαδικασία εξαρτάται από τη θέση του θύματος. Εάν το θύμα συμμετέχει στη διαδικασία μόνο ως μάρτυρας, ο δικηγόρος μπορεί να τον/την συνοδεύει όποτε απαιτείται η παρουσία του θύματος και όταν είναι απαραίτητο, να ενημερώνει το θύμα για τα δικαιώματά του, αλλά δεν μπορεί να παρέμβει. Εάν το θύμα είναι διάδικος στη διαδικασία ως παράσταση για την υποστήριξη της κατηγορίας, το θύμα μπορεί να έχει δικηγόρο, με σκοπό να υπερασπιστεί το δικαίωμα αποζημίωσης του θύματος. Είναι ευθύνη του δικηγόρου να καταθέσει την αξίωση και τα δικαιολογητικά στοιχεία, ιδίως για τη ζημία που προκλήθηκε στο θύμα, να συμμετάσχει στη δίκη θέτοντας ερωτήσεις στον κατηγορούμενο, τους μάρτυρες και τους πραγματογνώμονες για πτυχές που σχετίζονται με την αξίωση αποζημίωσης. Το να είσαι θύμα εγκλήματος δεν σημαίνει ότι έχεις αυτόματο δικαίωμα να ορίσεις και να πληρώσεις δικηγόρο από το κράτος. Το θύμα δικαιούται να υποβάλει αίτηση για νομική αρωγή μόνο εάν δεν μπορεί να πληρώσει αμοιβές δικηγόρου. Εάν πιστεύετε ότι κάποιος δικηγόρος δεν σεβάστηκε τα δικαιώματά σας, θα πρέπει να το αναφέρετε σε έναν από τους Δικηγορικούς Συλλόγους στην Ελλάδα. Υπάρχουν 63 δικηγορικοί σύλλογοι στην Ελλάδα – ένας στην έδρα κάθε πρωτοδικείου της χώρας.

Ανοιξε

ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΕΠΙΜΕΛΗΤΩΝ ΑΝΗΛΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ

Σύμφωνα με το Άρθρο 75 του Ν. 4478/2017: Στις Υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ανατίθεται η ατομική αξιολόγηση θυμάτων αξιόποινων πράξεων για τον προσδιορισμό ειδικών αναγκών προστασίας και η προστασία ανήλικων θυμάτων. Στην Υπηρεσία Επιμελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής Αθηνών συνιστάται Αυτοτελές Γραφείο Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων – «Σπίτι του Παιδιού» που ασκεί τις κατά το προηγούμενο άρθρο αρμοδιότητες. Στις Υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής Θεσσαλονίκης και Πειραιά συνιστώνται Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων – «Σπίτια του Παιδιού» που ασκούν τις κατά το προηγούμενο άρθρο αρμοδιότητες. Στις Υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής Πατρών και Ηρακλείου συνιστώνται Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων – «Σπίτια του Παιδιού» που ασκούν τις κατά το προηγούμενο άρθρο αρμοδιότητες. Στα Τμήματα Επιμελητών Κοινωνικής Αρωγής και Αυτοτελή Γραφεία Κοινωνικής Αρωγής του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ανατίθεται η ατομική αξιολόγηση ενήλικων θυμάτων αξιόποινων πράξεων για τον προσδιορισμό ειδικών αναγκών προστασίας κατά τον παρόντα νόμο και τις κείμενες διατάξεις.   Ως εκ τούτου, οι Υπηρεσίες Επιμελητών Ανηλίκων και Κοινωνικής Αρωγής και τα νεοσύστατα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων – «Σπίτια του Παιδιού» αποκτούν σημαντικό ρόλο για τη στήριξη και προστασία των ανήλικων θυμάτων κατά τη διάρκεια των ποινικών διαδικασιών.  Με σκοπό την λειτουργία των “Σπιτιών του Παιδιού” εκδόθηκε η Υπουργική Απόφαση 7320/3.6.2019, στην οποία διευκρινίζονται οι αρμοδιότητες των επαγγελματιών που στελεχώνουν τα νεοσύστατα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας των Ανηλίκων, καθώς και οι διαδικασίες εξέτασης του ανήλικου θύματος μέσα από τη θεσμοθέτηση του Ειδικού Πρωτοκόλλου Δικανικής Συνέντευξης. Κατά την εξέταση ως μάρτυρα του ανήλικου θύματος των πράξεων προσβολής της προσωπικής και γενετήσιας ελευθερίας διορίζεται και παρίσταται, ως πραγματογνώμων, ειδικά εκπαιδευμένος παιδοψυχολόγος ή παιδοψυχίατρος και σε περίπτωση έλλειψής τους, ψυχολόγος ή ψυχίατρος, που υπηρετεί στα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανήλικων Θυμάτων ή που περιλαμβάνεται στον πίνακα πραγματογνωμόνων, όπου αυτά δεν λειτουργούν. Η εξέταση ως μάρτυρα του ανήλικου θύματος διενεργείται στα Αυτοτελή Γραφεία Προστασίας Ανηλίκων Θυμάτων της Εφετειακής Περιφέρειας ή, όπου αυτά δεν λειτουργούν, σε χώρους ειδικά σχεδιασμένους και προσαρμοσμένους για τον σκοπό αυτόν, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση και με όσο το δυνατόν περιορισμένο αριθμό συνεντεύξεων.

Ανοιξε

ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ

"Κατηγορούμενος" είναι ο όρος που δίνεται σε ποινικές διαδικασίες σε κάποιον που ερευνάται ως ύποπτος για διάπραξη εγκλήματος.  Την ιδιότητα του κατηγορουμένου την αποκτά εκείνος εναντίον του οποίου ο εισαγγελέας άσκησε ρητά την ποινική δίωξη και εκείνος στον οποίο σε οποιοδήποτε στάδιο της ανάκρισης αποδίδεται η αξιόποινη πράξη. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, αυτός/αυτή όχι μόνο έχει ορισμένα δικαιώματα, αλλά δεσμεύεται επίσης από μια σειρά υποχρεώσεων. Αυτά τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις ισχύουν καθ ‘όλη τη διάρκεια της διαδικασίας. Ο κατηγορούμενος ενημερώνεται αμέσως όσον αφορά τουλάχιστον στα ακόλουθα δικαιώματα: α) το δικαίωμα παράστασης με συνήγορο, β) το δικαίωμα και τις προϋποθέσεις παροχής δωρεάν νομικών συμβουλών, γ) το δικαίωμα ενημέρωσης σχετικά με την κατηγορία, δ) το δικαίωμα διερμηνείας και μετάφρασης και ε) το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης. Στον κατηγορούμενο, ο οποίος συλλαμβάνεται ή κρατείται, παρέχεται αμέσως έγγραφο στο οποίο καταγράφονται τα δικαιώματά του και του επιτρέπεται να το διατηρεί στην κατοχή του καθ’ όλη τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας του. H κλήτευση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και γενικά η επιμέλεια για την πραγματοποίηση των προπαρασκευαστικών ενεργειών ανήκει στον εισαγγελέα. Ο κατηγορούμενος δικαιούται να είναι παρών κάθε φορά που διεξάγονται διαδικασίες που τον/την αφορούν ή να ακούγεται όποτε πρέπει να ληφθεί απόφαση που θα τον/την επηρεάσει, να ενημερωθεί, πριν από την κατάθεση, για τα πραγματικά περιστατικά που κατηγορείται  ότι έχει διαπράξει, να αρνηθεί να απαντήσει σε ερωτήσεις σχετικά με αυτά τα γεγονότα, να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο υπεράσπισης, να υποβάλει αποδεικτικά στοιχεία και να ασκήσει έφεση κατά δυσμενών αποφάσεων. Η Κλήση στο ακροατήριο Η προθεσμία εμφάνισής του στο ακροατήριο ορίζεται σε δεκαπέντε ημέρες. Αν ο κατηγορούμενος διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστης διαμονής, η προθεσμία αυτή είναι τριάντα ημερών, αν η διαμονή του βρίσκεται σε χώρα της Ευρώπης ή της Μεσογείου και εξήντα ημερών σε κάθε άλλη περίπτωση. Αν ο κατηγρορούμενος διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστης διαμονής, η προθεσμία αυτή είναι τριάντα ημερών, αν η διαμονή του βρίσκεται σε χώρα της Ευρώπης ή της Μεσογείου και εξήντα ημερών σε κάθε άλλη περίπτωση. Ωστόσο ο εισαγγελέας, που διατάσσει την επίδοση της κλήσης μπορεί, αν συντρέχουν κατά την κρίση του κίνδυνος παραγραφής ή εξαιρετικοί λόγοι, που μνημονεύονται στην παραγγελία προς επίδοση, να συντομεύσει την προθεσμία εμφάνισης του κατηγορουμένου στο ακροατήριο σε οκτώ κατ’ ανώτατο όριο ημέρες, εφόσον αυτός διαμένει στην ημεδαπή. να εμφανίζεται ενώπιον του δικαστή, της Εισαγγελίας ή της αστυνομίας όποτε κληθεί να το πράξει, να συγκαταθέσει να εξεταστεί για αποδεικτικά στοιχεία και να μην μετακομίσει από το σπίτι του/της ή να απουσιάσει από αυτό για περισσότερο από 5 ημέρες χωρίς να ενημερώσει για τη νέα διεύθυνση ή τον τόπο όπου μπορεί να εντοπισθεί. Στη δίκη, ο πρώτος που ερωτάται να δηλώσει την παρουσία του/της είναι ο/η κατηγορούμενος/η. Ο κατηγορούμενος δικαιούται να αρνηθεί να καταθέσει. Ωστόσο, τυχόν δηλώσεις που έγιναν σε προηγούμενα στάδια της υπόθεσης μπορούν να χρησιμοποιηθούν και να ληφθούν υπόψη από τον δικαστή. Εάν ο/η κατηγορούμενος/η επιθυμεί να καταθέσει, ο/η δικαστής ξεκινά ρωτώντας αν αυτά που αναγράφονται στο κατηγορητήριο είναι αληθή ή όχι, δηλαδή αν ο κατηγορούμενος ομολογεί ή όχι το έγκλημα. Στη συνέχεια, ο/η κατηγορούμενος/η έχει την ευκαιρία να δώσει την εκδοχή του/της για το τι συνέβη και ο/η δικαστής μπορεί να διακόψει για να κάνει κάποιες συγκεκριμένες ερωτήσεις. Στη συνέχεια, ο/η δικαστής ζητά από τον εισαγγελέα και τους δικηγόρους, διαδοχικά, να εξετάσουν ή να αντεξετάσουν τον/την κατηγορούμενο/η. Σε αντίθεση με τους μάρτυρες, ο/η κατηγορούμενος/η δεν ορκίζεται, δηλαδή δεν αναλαμβάνει να πει την αλήθεια. Ο κατηγορούμενος μπορεί να απομακρυνθεί από την αίθουσα του δικαστηρίου ενώ καταθέτει οποιοσδήποτε μάρτυρας, ιδιαίτερα το θύμα. Αυτό συμβαίνει όταν το δικαστήριο πιστεύει ότι η παρουσία του κατηγορούμενου μπορεί να αποτρέψει το θύμα να πει την αλήθεια ή εάν είναι κάτω των 18 ετών και υπάρχουν εύλογες υποψίες ότι η κατάθεση παρουσία του κατηγορουμένου μπορεί να έχει σοβαρές αρνητικές συνέπειες. Αν ο κατηγορούμενος δεν εμφανιστεί ή δεν εκπροσωπείται νομίμως από συνήγορο, δικάζεται σαν να ήταν παρών, εφόσον έχει νομίμως κλητευθεί και έχει ενημερωθεί ότι σε περίπτωση μη εμφάνισης ή μη εκπροσώπησής του θα δικαστεί ερήμην.

Ανοιξε

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗΣ

Ο συνήγορος υπεράσπισης έχει το καθήκον να υπερασπιστεί τα δικαιώματα του κατηγορουμένου στη διαδικασία. Όποιος είναι κατηγορούμενος σε ποινικές διαδικασίες δικαιούται δικηγόρο. Εάν ο κατηγορούμενος δεν έχει δικηγόρο, ένας θα οριστεί από τον Δικηγορικό Σύλλογο κατόπιν αιτήματος του δικαστηρίου. Ο κατηγορούμενος δικαιούται να συνοδεύεται από τον συνήγορο υπεράσπισης σε όλες τις διαδικασίες στις οποίες συμμετέχει. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια ορισμένων γεγονότων στην υπόθεση, η παρουσία του δικηγόρου είναι υποχρεωτική. Ο συνήγορος υπεράσπισης, εκπροσωπώντας και προστατεύοντας τα δικαιώματα και τα συμφέροντα του κατηγορουμένου, αναλαμβάνει ενεργό ρόλο στη διαδικασία υποβάλλοντας αποδεικτικά στοιχεία ή ζητώντας τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων, εξετάζοντας τον κατηγορούμενο, τους μάρτυρες και το θύμα και ασκώντας έφεση κατά αποφάσεων με τις οποίες αυτός/αυτή δεν συμφωνεί. Το θύμα μπορεί να αισθάνεται άβολα για μερικές από τις ερωτήσεις του συνηγόρου υπεράσπισης, ιδιαίτερα εάν πιστεύει ότι αυτό που βιώσε αμφισβητείται. Μην ξεχνάτε ότι είναι καθήκον του δικηγόρου υπεράσπισης να προστατεύει τα συμφέροντα του κατηγορουμένου. Εάν οποιαδήποτε ερώτηση υπερβαίνει το αποδεκτό, εναπόκειται στον δικαστή να διακόψει και να διατηρήσει την τάξη και την πειθαρχία στη δίκη.

Ανοιξε

ΜΑΡΤΥΡΑΣ

Όποιος έχει άμεση γνώση γεγονότων που είναι σημαντικά για την υπόθεση μπορεί να κληθεί ως μάρτυρας, δηλαδή είδε το έγκλημα να συμβαίνει ή να γνωρίζει κάτι σημαντικό για την ανακάλυψη της αλήθειας. Κατά κάποιον τρόπο, οι μάρτυρες είναι έμμεσα θύματα, καθώς η μαρτυρία ενός εγκλήματος ή μιας βίαιης κατάστασης μπορεί να προκαλέσει συναισθηματική δυσφορία και τραύμα. Κατ‘αρχήν, όποιος αναφέρεται ως μάρτυρας πρέπει να καταθέσει, με μερικές εξαιρέσεις: - στενούς συγγενείς του κατηγορουμένου, οι οποίοι ενδέχεται να αρνηθούν να καταθέσουν, - και άτομα που καλύπτονται από επαγγελματικό απόρρητο, όπως δημοσιογράφοι, γιατροί και δικηγόροι. Ωστόσο, ενδέχεται να τους ζητηθεί να καταθέσουν εάν το έγκλημα είναι σοβαρό και η κατάθεσή τους είναι καθοριστική για να καταλήξουν στην αλήθεια. Επιπλέον, σύμφωνα με το Άρθρο 210 του Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, “δεν εξετάζονται ως μάρτυρες στο ακροατήριο: α) όσοι άσκησαν εισαγγελικά ή ανακριτικά καθήκοντα ή έργα γραμματέα της ανάκρισης στην ίδια υπόθεση· β) όσοι έχουν παραπεμφθεί να δικαστούν για την ίδια πράξη, ωσότου αμετακλήτως κριθεί η ενοχή τους· γ) όσοι κηρύχθηκαν αμετακλήτως ένοχοι για την πράξη που εκδικάζεται, και αν ακόμη δεν τους επιβλήθηκε ποινή”. Κάθε μάρτυρας που καλείται να εμφανιστεί πρέπει να παρευρεθεί στο δικαστήριο την ημερομηνία και την ώρα και στον τόπο που δόθηκε, να ακολουθήσει τις οδηγίες που δίνονται για το πώς να καταθέσει και να απαντήσει στις ερωτήσεις με ειλικρίνεια. Διαφορετικά, ενδέχεται να κατηγορηθεί για το αδίκημα της ψευδορκίας. Οι μάρτυρες δεν υποχρεούνται να δώσουν τη διεύθυνση του σπιτιού τους για σκοπούς ειδοποιήσεων δικαστηρίου. Μπορούν να επιλέξουν να δώσουν τη διεύθυνση εργασίας τους ή άλλη διεύθυνση για να αποφύγουν να γνωρίζουν οι άλλοι συμμετέχοντες στη διαδικασία που διαμένουν. Οι μάρτυρες μπορεί να συνοδεύονται από δικηγόρο κάθε φορά που χρειάζεται να καταθέσουν. Ο δικηγόρος τους, όταν είναι απαραίτητο, μπορεί να τους ενημερώσει για τα δικαιώματά τους, αλλά δεν μπορεί να παρέμβει στην ανάκριση. Την ημέρα της δίκης, οι μάρτυρες δεν επιτρέπεται να βρίσκονται στην αίθουσα του δικαστηρίου πριν καταθέσουν, οπότε θα πρέπει να περιμένουν στο χώρο αναμονής των μαρτύρων και να εισέλθουν στην αίθουσα του δικαστηρίου μόνο για να καταθέσουν. Ο κατηγορούμενος μπορεί να απομακρυνθεί από την αίθουσα του δικαστηρίου ενώ καταθέτει μάρτυρας, ιδιαίτερα το θύμα, εάν το δικαστήριο κρίνει ότι η παρουσία του κατηγορούμενου μπορεί να αποτρέψει τον μάρτυρα από το να πει την αλήθεια ή εάν είναι κάτω των 18 ετών και υπάρχουν λόγοι να πιστεύει ότι η κατάθεση παρουσία του εναγομένου μπορεί να έχει σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις. Στην κατοικία τους εξετάζονται οι μάρτυρες που λόγω ασθένειας ή γήρατος δεν μπορούν να εμφανιστούν, οπότε η ένορκη κατάθεσή τους διαβάζεται στο ακροατήριο, εφόσον η εμφάνισή τους στο ακροατήριο είναι ανέφικτη.  Οι μάρτυρες που διαμένουν στο εξωτερικό, εξετάζονται στις επιτόπιες προξενικές αρχές. Αν αυτό είναι ανέφικτο, εξετάζονται από τις ανακριτικές αρχές του τόπου της διαμονής τους, ύστερα από αίτηση του αρμόδιου εισαγγελέα προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με την προϋπόθεση της αμοιβαιότητας και την τήρηση των διεθνών συνθηκών και εθίμων. Μέτρα προστασίας των μαρτύρων μπορούν να εφαρμόζονται κάθε φορά που υπάρχουν κίνδυνοι για τη ζωή, τη σωματική και ψυχολογική ακεραιότητα του μάρτυρα, την ελευθερία και την περιουσία σημαντικής αξίας λόγω της συμβολής τους στην απόδειξη του εγκλήματος. Αυτά τα μέτρα μπορεί να επεκταθούν ώστε να συμπεριλάβουν τους συγγενείς του μάρτυρα και άλλα κοντινά τους άτομα. Οι μάρτυρες που θεωρούνται ιδιαίτερα ευάλωτοι ενδέχεται να επωφεληθούν από μια σειρά μέτρων για την προστασία τους από θυματοποίηση ή εκφοβισμό.

Ανοιξε

ΠΡΑΓΜΑΤΟΓΝΩΜΟΝΑΣ

Πραγματογνώμονας είναι κάποιος που καλείται να βοηθήσει στη διαδικασία όταν απαιτείται ειδική τεχνική, επιστημονική ή καλλιτεχνική γνώση για την κατανόηση των γεγονότων ή τη ζύγιση των αποδεικτικών στοιχείων. Για παράδειγμα, μπορεί να χρειαστεί να ζητήσετε από έναν γιατρό να εξηγήσει τους τραυματισμούς που υπέστη το θύμα και πώς προκλήθηκαν, ή έναν ψυχολόγο ή ψυχίατρο να περιγράψει τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά του κατηγορουμένου για να πραγματοποιήσει μια αξιολόγηση προσωπικότητας ή έναν μηχανικό υπολογιστών για να δείξει πώς χρησιμοποιήθηκε ένα πρόγραμμα λογισμικού για τη διάπραξη του εγκλήματος. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο γιατρός, ο ψυχολόγος ή ο μηχανικός υπολογιστών χρησιμοποιούν τις τεχνικές και επιστημονικές γνώσεις τους για να κατανοήσουν καλύτερα τι συνέβη. Οι ανακριτικοί υπάλληλοι ή το δικαστήριο μπορούν αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση κάποιου διαδίκου ή του εισαγγελέα να διατάξουν πραγματογνωμοσύνη. Η πραγματογνωμοσύνη διατάσσεται υποχρεωτικά, αν ο νόμος ρητά επιβάλλει τη διεξαγωγή της. Οι πραγματογνώμονες αμοίβονται. Η γνωμοδότηση παραδίδεται στον υπάλληλο ή στο δικαστήριο που διόρισε τους πραγματογνώμονες. Για την παράδοση συντάσσεται έκθεση ή γίνεται αναφορά στα πρακτικά της συνεδρίασης. Κατά την κύρια διαδικασία η γνωμοδότηση μπορεί να γίνει και προφορικά, οπότε τα ουσιαστικά της σημεία καταχωρίζονται στα πρακτικά.  Η γνωμοδότηση των πραγματογνωμόνων πρέπει να είναι γραπτή και αιτιολογημένη και να περιλαμβάνει επίσης αιτιολογημένη τη γνώμη της μειοψηφίας, αν υπάρχει.  Σύμφωνα με το άρθρο 185 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας: Το συμβούλιο των πλημμελειοδικών, ύστερα από πρόταση του εισαγγελέα πλημμελειοδικών, καταρτίζει μέσα στο τρίτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου κάθε χρόνο πίνακα πραγματογνωμόνων κατά ειδικότητες από πρόσωπα που διαμένουν στην έδρα του και είναι κατάλληλα για τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, προτιμώντας δημόσιους υπαλλήλους. Στον πίνακα περιλαμβάνονται παιδοψυχίατροι και παιδοψυχολόγοι, και ελλείψει αυτών, ψυχίατροι και ψυχολόγοι εξειδικευμένοι στα θέματα γενετήσιας εκμετάλλευσης και κακοποίησης παιδιών. Ο πίνακας υποβάλλεται στον εισαγγελέα εφετών, που έχει το δικαίωμα να ζητήσει τον Οκτώβριο από το συμβούλιο των εφετών τη μεταρρύθμισή του. Το συμβούλιο των εφετών αποφαίνεται σχετικά τον Νοέμβριο. Ο πίνακας, αφού οριστικοποιηθεί, τοιχοκολλάται στο ακροατήριο του πλημμελειοδικείου και ανακοινώνεται τον Δεκέμβριο κάθε χρόνου από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών στους ανακριτικούς υπαλλήλους της περιφέρειας. Κάθε χρόνο ισχύει, ωσότου συνταχθεί νέος πίνακας, ο πίνακας που συντάχθηκε το προηγούμενο έτος. Αντίστοικα, κατά το άρθρο 204 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, παρ. 1.: Όταν διεξάγεται ανάκριση ή προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση, εκείνος που διατάσσει πραγματογνωμοσύνη γνωστοποιεί συγχρόνως στον κατηγορούμενο ή τον ύποπτο ή σε αυτόν που υποστηρίζει την κατηγορία, σύμφωνα με το άρθρο 192 τον διορισμό των πραγματογνωμόνων, τον τόπο και το χρόνο διεξαγωγής της πραγματογνωμοσύνης, καθώς και το θέμα της. Όταν διεξάγεται πραγματογνωμοσύνη από τα κατ’ άρθρο 184 εργαστήρια, γνωστοποιείται στα παραπάνω πρόσωπα σύμφωνα με το άρθρο 192 η ανάθεσή της. Μέσα στην οριζόμενη από εκείνον που έκανε το διορισμό εύλογη προθεσμία, αυτά μπορούν να διορίσουν με δικές τους δαπάνες τεχνικό σύμβουλο, που επιλέγεται μεταξύ όσων έχουν την ικανότητα να διοριστούν σύμφωνα με τον νόμο πραγματογνώμονες στη συγκεκριμένη περίπτωση. Εκείνοι που έκαναν τον διορισμό οφείλουν να ειδοποιήσουν εγγράφως αυτόν που διέταξε την πραγματογνωμοσύνη για τον διορισμό του τεχνικού συμβούλου. Η διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης δεν εμποδίζεται από τη μη εμπρόθεσμη άσκηση του παραπάνω δικαιώματος.

Ανοιξε

ΔΙΕΡΜΗΝΕΑΣ

Σε όλες τις ποινικές διαδικασίες, είτε πρόκειται για συνέντευξη μαρτύρων είτε για γραπτές διαδικασίες, όπως η ειδοποίηση των συμμετεχόντων να εμφανιστούν στη δίκη, η γλώσσα που χρησιμοποιείται είναι η Ελληνική. Όταν κάποιος που δεν μιλά Ελληνικά πρέπει να συμμετάσχει στην ποινική διαδικασία, η αρμόδια Αρχή ζητά τον διορισμό διερμηνέα που μιλά καλά τόσο τα Ελληνικά όσο και τη γλώσσα του συμμετέχοντα. Για παράδειγμα, εάν ένας μάρτυρας είναι Ρώσος και δεν μιλά καλά Ελληνικά, ορίζεται διερμηνέας του οποίου η αποστολή είναι να μεταφράσει στα Ελληνικά αυτό που λέει ο μάρτυρας στα Ρωσικά και στα Ρωσικά αυτό που λέγεται ή ζητείται από τον μάρτυρα. Ορίζεται επίσης διερμηνέας όταν είναι απαραίτητο να μεταφραστούν έγγραφα από ξένη γλώσσα. Όταν ένα άτομο που είναι κωφό ή έχει προβλήματα ομιλίας πρέπει να καταθέσει, ορίζεται διερμηνέας νοηματικής γλώσσας. Εάν ο μάρτυρας δεν μπορεί να μιλήσει, οι ερωτήσεις τίθενται προφορικά και ο μάρτυρας απαντά γραπτώς. Ο διερμηνέας παίζει βασικό ρόλο για να διασφαλίσει ότι οι εμπλεκόμενοι καταλαβαίνουν τι ειπώνεται και συμμετέχουν αποτελεσματικά στη διαδικασία. Ο διορισμός διερμηνέα δεν συνεπάγεται κανένα κόστος για τον συμμετέχοντα που χρειάζεται αυτήν την υπηρεσία. Ο διορισμός του διερμηνέα γίνεται από πίνακα που καταρτίζεται από το συμβούλιο πλημμελειοδικών. Σύμφωνα με το Άρθρο 233 – Κώδικας Ποινικής Δικονομίας (Νόμος 4620/2019) – Διορισμός διερμηνέα: 1. Σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής διαδικασίας, όταν πρόκειται να εξετασθεί ύποπτος, κατηγορούμενος, ή μάρτυρας o οποίος δεν ομιλεί ή δεν κατανοεί επαρκώς την ελληνική γλώσσα, του παρέχεται χωρίς καθυστέρηση διερμηνεία. Εφόσον τούτο είναι αναγκαίο, διατίθεται διερμηνεία για την επικοινωνία μεταξύ των κατηγορουμένων και των συνηγόρων τους σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας. Το, κατά τα ανωτέρω εδάφια, δικαίωμα σε διερμηνεία περιλαμβάνει την προσήκουσα συνδρομή σε άτομα με πρόβλημα ακοής ή ομιλίας. Σε κάθε στάδιο της ποινικής διαδικασίας ο εξετάζων εξακριβώνει με κάθε πρόσφορο μέσο κατά πόσον ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος ομιλεί και κατανοεί την ελληνική γλώσσα και αν χρειάζεται την συνδρομή διερμηνέα. Ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος έχει δικαίωμα να ασκήσει αντιρρήσεις κατά της απόφασης με την οποία κρίθηκε ότι δεν είναι αναγκαία η παροχή διερμηνείας ή όταν η ποιότητα της διερμηνείας δεν είναι επαρκής. Επί των αντιρρήσεων αποφασίζει κατά την προδικασία ο εισαγγελέας, κατά την κύρια ανάκριση το δικαστικό συμβούλιο και κατά την κύρια διαδικασία το δικαστήριο. Εφόσον απαιτείται, μπορεί να γίνεται χρήση τεχνολογίας επικοινωνιών, όπως η τηλεδιάσκεψη, το τηλέφωνο ή το διαδίκτυο, εκτός αν η προσωπική παρουσία του διερμηνέα κριθεί από τον εξετάζοντα απαραίτητη.

Ανοιξε

ΥΠΗΡΞΑ ΘΥΜΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ: ΣΥΝΗΘΕΙΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΘΥΜΑΤΩΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΤΙΣ ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ: Θέσεις και ρόλοι Η υποστήριξη των θυμάτων


ΧΡΗΣΙΜΟΙ ΣΥΝΔΕΣΜΟΙ ΓΛΩΣΣΑΡΙΟ ΧΑΡΤΗΣ

Μπλουζα Χάρτης Εξοδος